ναυαρχικό(ν)

ναυαρχικό(ν)
το флагманский флаг

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ναυαρχικό(ν)" в других словарях:

  • ναυαρχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε ναύαρχο (α. «ναυαρχικό αξίωμα» β. «ναυαρχικές δικαιοδοσίες») 2. φρ. «ναυαρχικό σήμα» ή, απλώς, «ναυαρχικό» διακριτικό σήμα που υψώνεται σε ιστό στον τόπο ή στο πλοίο από όπου ο ναύαρχος ασκεί… …   Dictionary of Greek

  • ναυαρχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ναύαρχο. 2. το ουδ. ως ουσ., ναυαρχικό το διακριτικό σήμα ναυάρχου ή αρχηγού στόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»